σύσπαστον

σύσπαστον
το тех таль; полиспаст, сложный блок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σύσπαστον" в других словарях:

  • συσπαστόν — σύσπαστος capable of being drawn together masc/fem acc sg σύσπαστος capable of being drawn together neut nom/voc/acc sg συσπαστός capable of being drawn together masc/fem acc sg συσπαστός capable of being drawn together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύσπαστον — σύσπαστος capable of being drawn together masc/fem acc sg σύσπαστος capable of being drawn together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύσπαστος — η, ο και συσπαστός, ή, ό / σύσπαστος, ον και συσπαστός, όν, ΝΑ [συσπῶ] ο κατασκευασμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να συσπάται, να συμπτύσσεται, να μαζεύεται («ὡς τὰ συσπαστὰ βαλάντια», Αθήν.) νεοελλ. 1. (για μυ) αυτός που παρουσιάζει σύσπαση 2. το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»